Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ -ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(Απόσπασμα από το βιβλίο: Άννα Ν. Μαυρολέων, Η έρευνα στο θέατρο – Ζητήματα μεθοδολογίας, Ι.Σιδέρης, Αθήνα:2010, σσ.196-214)

Παραπομπές – Υποσημειώσεις


Η τεχνολογία της Βιβλιογραφικής παραπομπής απαιτεί συνέπεια και ορθότητα με αποτέλεσμα πολλές φορές να θεωρείται καταπιεστική η διαδικασία εκμάθησης του τρόπου καταγραφής. Καταρχήν να υπογραμμίσουμε ότι είναι απολύτως απαραίτητη η χρήση των παραπομπών. Δεν υπάρχει επιστημονικό σύγγραμμα χωρίς παραπομπές και βιβλιογραφία. Ολόκληρο το επιστημονικό φάσμα διακατέχεται από τις ίδιες αρχές που διέπουν την βιβλιογραφική παραπομπή .
Η παραπομπή δηλώνεται με έναν ανωφερή αριθμητικό δείκτη ( ) που μας οδηγεί στην υποσημείωση. Έχει την αντίστοιχη αρίθμηση και τυπογραφικά διαφοροποιείται με μικρότερα στοιχεία. Υπάρχουν δε ερευνητές που τοποθετούν την ανωφερή ένδειξη μετά την τελεία. Δεν θα συμμεριστούμε την άποψη, διότι οπτικά είναι σαν να «πετάμε» την υποσημείωση εκτός πρότασης. Επιπλέον, η θέση της υποσημείωσης διαφοροποιείται ανάλογα με την έκδοση και την άποψη του γράφοντος. Ωστόσο η πιο εύχρηστη θέση τους είναι στο κάτω μέρος της σελίδας: στο υποσέλιδο. Η θέση αυτή δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη, χωρίς ν’ αλλάζει σελίδα και να φυλλομετρά, να διαβάζει αμέσως την βιβλιογραφική παραπομπή. Ωστόσο βλέπουμε σε κάποιες εκδόσεις, παραπομπές και στο τέλος των κεφαλαίων, και σε κάποιες άλλες στο τέλος του βιβλίου με αριθμημένες αναφορές ανά κεφάλαιο και παραπομπή.
Όσον αφορά την διατύπωση της πηγής, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, ότι δεν υπάρχει ένας μόνον τρόπος για τις βιβλιογραφικές παραπομπές γεγονός που σχετίζεται με τα κριτήρια που τίθενται. Υπάρχουν τρόποι που είναι ευρέως διαδεδομένοι ως αμερικάνικος τύπος ή γερμανικός τύπος. Ωστόσο το σύστημα παραπομπών του Harvard και το σύστημα σημειώσεων τέλους αποτελούν τα πιο διαδεδομένα συστήματα, με επικρατέστερο το σύστημα του Harvard. Πρόκειται για το πλέον διαδεδομένο διεθνώς σύστημα στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο P. Dunleavy «τηρεί την αρχή της πληρότητας της παραπομπής σε μια στιγμή, με μια ματιά». Η παραπομπή σε αυτή την περίπτωση μας δίνει τα απολύτως απαραίτητα στοιχεία και μία γενική βιβλιογραφία στο τέλος. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό τα στοιχεία περιορίζονται στα εξής: στην παραπομπή παραθέτεται το επίθετο του συγγραφέα, το έτος έκδοσης, ο λεπτομερής αριθμός σελίδας και ολόκληρη η παραπομπή μπαίνει σε παρένθεση. Στην βιβλιογραφία παραθέτεται κατά αλφαβητική σειρά επιθέτου του συγγραφέα και παράλληλα σε χρονολογική. Βεβαίως το σύστημα αυτό έχει τις εξειδικεύσεις του ανάλογα την περίπτωση άρθρων, κεφαλαίων, σύμμεικτων τόμων κ.ά.
Για παράδειγμα:

Παραπομπή- Δημήτρης Σπάθης, Ο διαφωτισμός και το Νεοελληνικό Θέατρο, University Studio Press Α.Ε., Θεσσαλονίκη:1986, σ.15.

Βιβλιογραφία- Σπάθης Δημήτρης, Ο διαφωτισμός και το Νεοελληνικό Θέατρο, University Studio Press, Θεσσαλονίκη:1986.

Σύμφωνα με το σύστημα Harvard:
Παραπομπή- (Σπάθης, 1986, σ.15) ή
(Σπάθης, 1986:15)
Βιβλιογραφία- Σπάθης Δημήτρης (1986), Ο διαφωτισμός και το Νεοελληνικό Θέατρο, University Studio Press.

Ο λόγος για τον οποίο δεν είναι πολύ διαδεδομένο το σύστημα αυτό τουλάχιστον στο ελληνικό πανεπιστήμιο οφείλεται στην απουσία του τίτλου στην παραπομπή. Αναφέρεται μόνο στη βιβλιογραφία, έτσι ώστε θα πρέπει κανείς ν’ ανατρέχει συνεχώς στο τέλος του βιβλίου για να δει την πλήρη βιβλιογραφική αναφορά. Πιστεύουμε ότι και αυτό, όπως και οι σημειώσεις τέλους αποσπούν τον αναγνώστη από την μελέτη αναγκάζοντάς τον να φυλλομετρά σελίδες. Ωστόσο με λίγα στοιχεία δίνει το στίγμα της βιβλιογραφικής αναφοράς με σύντομο τρόπο. Το θέμα είναι ότι όποιο και αν είναι το σύστημα παραπομπών θα πρέπει να μας δίνει σαφείς πληροφορίες για όλα όσα χρειαζόμαστε και το βασικότερο όλων είναι να τηρείται ενιαία μορφή σε όλη την έκταση του κειμένου.
Το βασικό μας μέλημα είναι να κρατήσουμε σωστές πληροφορίες, έτσι ώστε οι υποσημειώσεις και οι παραπομπές να μπορούν να διαβαστούν. Ο ερευνητής δίνοντάς σαφείς αναφορές των πηγών του, μας οδηγεί στην πορεία όχι μόνο της σκέψης του αλλά και της μεθόδου που ακολούθησε, φωτίζοντας τα κομβικά σημεία μέσω των παραπομπών. Ο συντάκτης λοιπόν της εργασίας «σκηνοθετεί» και συνθέτει έναν κείμενο που συν-ομιλεί με τις πηγές που τεκμηριώνουν την ορθότητα του. Έτσι θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως τα ακόλουθα σημεία:
1ο) Πρέπει να γράφεται ολογράφως το όνομα και το επίθετο του συγγραφέα. Δεν είναι σωστή αναφορά στο όνομα με την συνοδεία μόνο του αρχικού ονόματος διότι μπορεί να πέσουμε σε συνωνυμίες.
2ο) Ο τίτλος του βιβλίου θα πρέπει να γράφεται χωρίς εισαγωγικά διότι αυτό ενδείκνυται κατά γενική ομολογία στους τίτλους άρθρων που δημοσιεύθηκαν στον περιοδικό ή ημερήσιο τύπο.
3ο) Είναι σωστό και επιβάλλεται, ν’ αναφέρεται επιπλέον εκτός από τον τόπο έκδοσης και τη χρονιά, και ο εκδοτικός οίκος. Στις παλιές εκδόσεις για παράδειγμα πιθανόν να μην αναφέρονται τέτοια στοιχεία. Γενικότερα θα πρέπει τα στοιχεία για την ταυτότητα του βιβλίου να μην τα αναζητήσουμε στο εξώφυλλο ή την προμετωπίδα αλλά στην επόμενη σελίδα, όπου βρίσκονται τ’ ακριβή στοιχεία της έκδοσης. Επίσης στοιχεία για την έκδοση μπορούμε να εντοπίσουμε και στον κολοφώνα του βιβλίου.
4ο) Η χρονολογία έκδοσης είναι σημαντικό στοιχείο για ένα βιβλίο διότι προσδιορίζει τη χρονική στιγμή που ο συγγραφέας ολοκλήρωσε την έρευνα του. Επίσης θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι έχει σημασία να ξέρουμε, αν η χρονιά έκδοσης αφορά την πρώτη ή μεταγενέστερη έκδοση.

Έτσι προτείνουμε:

Το όνομα του συγγραφέα πλήρες (όνομα, επίθετο) με όρθιους χαρακτήρες στην ονομαστική, ακολουθεί κόμμα και μετά με πλάγια ο τίτλος του βιβλίου, ακολουθεί κόμμα, οι εκδόσεις κόμμα, η πόλη ακολουθεί άνω και κάτω τελεία και η χρόνιά έκδοσης, κόμμα
- σ. - αν έχουμε μία σελίδα που παραπέμπουμε ή - σσ. – αν έχουμε πάνω από μια σελίδες. Αν δεν είναι γνωστός ο τόπος της έκδοσης αναγράφουμε – χ.τ.- (χωρίς τόπο), ενώ αν δεν είναι δυνατόν να εντοπίσουμε την χρονολογία αναγράφουμε – χ.χ. - (χωρίς χρονολογία).

Παράδειγμα: Γιάννης Σιδέρης, Το Αρχαίο Θέατρο στη Νέα Ελληνική σκηνή 1817 - 1932, Ίκαρος, Αθήνα: 1976, σσ. 199-205.

Στην περίπτωση που αναφερόμαστε σε κάποια σπάνια ή παλαιά έκδοση ή χειρόγραφο, ενδείκνυται ν’ αναφέρουμε την βιβλιοθήκη ή το αρχείο στην οποία το εντοπίσαμε στο τέλος του παραθέματος μέσα σε παρένθεση:
Παράδειγμα:
Νεόφυτος Δούκας, Σοφοκλής παραφρασθείς, σχολιασθείς τε, τ. Β΄, εν Αιγίνῃ 1834, (Βιβλιοθήκη της Βουλής).

Στην περίπτωση των τόμων, προτείνουμε την αρίθμηση της έκδοσης, αν δηλαδή αριθμεί με νούμερα τότε αναγράφονται τα νούμερα, αν αριθμεί με ψηφία είτε ελληνικά είτε λατινικά να αναγράψουμε τα ψηφία. Επίσης προτείνουμε την αναφορά του - τ. - (τόμος). Αναφέρουμε την πρώτη έκδοση, στην περίπτωση που παραπέμπουμε σε άλλη. Σημειώνεται η πρώτη έκδοση μέσα σε παρένθεση, μετά τον τόπο και τον χρόνο της έκδοσής και πριν τη σελίδα.

Παράδειγμα:
Τάσος Λιγνάδης, Θεατρολογικά, τ.Ι, Μπούρας, Αθήνα: 1990-1992 (1η έκδοση 1978), σ.50.

Στην περίπτωση που δεν έχουμε αναφορά στο συγγραφέα αλλά επιμελητή (editor) της έκδοσης θα πρέπει ν’ αναφέρουμε το στοιχείο αυτό. Αν όμως υπάρχουν συγγραφείς δεν αναφέρουμε τον επιμελητή.

Παράδειγμα:
Γιάγκος Ανδρεάδης (επιμ.), Στα Ίχνη του Διονύσου, Ι. Σιδέρης, Αθήνα: 2005.

Όσον αφορά τώρα τις εκδόσεις μεταφράσεων θα πρέπει να αναφέρεται ο μεταφραστής με την συντομογραφία - μτφρ.- Ειδικά αν πρόκειται για θεατρικό έργο, η αναφορά είναι σημαντική, διότι μπορεί να αλλάζει, όχι μόνο ο τίτλος του έργου, αλλά ακόμα και τα ονόματα των ρόλων. Επίσης η μεταφραστική εξέλιξη ενός κειμένου είναι συνδεδεμένη με την γλωσσική εξέλιξη. Μια μετάφραση του 19ου αιώνα είναι γραμμένη σε παλαιότερη γλώσσα από μια μετάφραση του 1960 ή του 2005.

Παράδειγμα:
Σοφοκλής, Αντιγόνη, μτφρ. Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου & Σία Α.Ε., Αθήνα: 1940.

Σοφοκλής, Αντιγόνη, μτφρ. Κ.Χ. Μύρης, Κάκτος, Αθήνα: 1994.

Αν πρόκειται για ξενόγλωσσο βιβλίο που μεταφράστηκε είναι πολύ χρήσιμο να παραθέσουμε τον πρωτότυπο τίτλο της πρώτης έκδοσης με όρθιους χαρακτήρες εντός παρενθέσεως, μετά το όνομα του μεταφραστή. Η πληροφορία εφόσον υπάρχει είναι πολύ χρήσιμη, αν και θεωρούμε ότι αποτελεί υπερβολή να δίνεται το στοιχείο αυτό στην υποσημείωση. Το προτείνουμε όμως για την γενική βιβλιογραφία της μελέτης.

Παράδειγμα:
Uberto Eco, Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, μτφρ- εισαγωγή-επιμ. Μαριάννα Κονδύλη, (Come si fa una tesi de laurea), Νήσος, Αθήνα: 2001.

Είναι χρήσιμο ν’ αναγνωρίζουμε αμέσως ότι δεν παραπέμπουμε σε βιβλίο, αλλά σε άρθρο περιοδικού ή κεφάλαιο βιβλίου ή εισήγηση από πρακτικά συνεδρίου. Πάντα τον συγγραφέα θα τον γράφουμε με όρθιους χαρακτήρες στην ονομαστική, και το άρθρο θα γράφεται μέσα σε εισαγωγικά με όρθιους χαρακτήρες, κόμμα και μετά το όνομα του περιοδικού με πλάγιους χαρακτήρες. Ακολουθεί ο αριθμός του τεύχους – τχ. –, μετά η ημερομηνία έκδοσης και τέλος οι σελίδες που παραπέμπουμε.

Παράδειγμα:

Γιάννη Σιδέρη, «Τα Ορεστειακά – Ταραχές για να μην παίζονται οι τραγωδίες σε μετάφραση» περ. Θέατρο (Κ. Νίτσος) , β΄περίοδος τ. στ΄, τχ.33, Μάης – Ιούνης 1973.
Υπάρχει περίπτωση να μην αναφέρεται ο συντάκτης του άρθρου, οπότε αναγράφουμε – χ.σ. - (χωρίς συντάκτη).

Όσον αφορά τις εφημερίδες αναγράφουμε τον συντάκτη, τον τίτλο του άρθρου σε εισαγωγικά, το όνομα της εφημερίδας με πλάγια τον τόπο και απλώς την ημερομηνία . Υπάρχουν περιπτώσεις παραπομπών και με αριθμό φύλλου, αλλά θεωρούμε ότι αποτελεί υπερβολή. Ωστόσο δεν αντενδείκνυται και η απλή παραπομπή στην εφημερίδα χωρίς τον συντάκτη και τον τίτλο του άρθρου όταν είναι αδύνατον να τους εντοπίσουμε ή όταν παραπέμπουμε σε ανυπόγραφες στήλες γενικών ανακοινώσεων, ειδήσεων, σχολίων .

Παράδειγμα:
εφ. Ακρόπολις, 19/4/1901.

Όταν πρόκειται να παραπέμψουμε σε λεξικό ή σε εγκυκλοπαίδεια χρησιμοποιούμε παραπομπή στο λήμμα βάζοντάς το σε εισαγωγικά και συνεχίζουμε τα στοιχεία της υποσημείωσης δίνοντας πληροφορίες για την έκδοση, τον τόπο, το έτος έκδοσης όπως έχουμε αναφέρει. Συνήθως δεν αναγράφονται οι συντάκτες λημμάτων των εγκυκλοπαιδειών, οπότε δεν μπαίνουμε στην διαδικασία να τους αναζητήσουμε και δεν κάνουμε τέτοιου είδους αναφορά. Στα λεξικά όμως και ιδιαιτέρως τα θεατρικά λεξικά υπάρχει συγγραφέας οπότε τον αναφέρουμε.

Παράδειγμα:
Εγκυκλοπαίδεια Δομή, «Μέντελσον», τ.10, Δομή, Αθήνα:1972, σσ.234-235.
__________

Phyllis Hartnoll- Peter Found (επιμ.), «Κουν Κάρολος», Λεξικό του Θεάτρου, μτφρ. Νίκος Χατζόπουλος (The Concise Oxford Companion to the Theatre), Νεφέλη, Αθήνα: 2000, σσ.254-255.

Στην περίπτωση σύμμεικτων τόμων αναφέρουμε τον συγγραφέα στον οποίο παραπέμπουμε, βάζουμε σε εισαγωγικά τον τίτλο του κεφαλαίου με όρθια γράμματα, και συνεχίζουμε την παραπομπή δίνοντας στοιχεία από την καταγωγή της γενικής βιβλιογραφίας δηλ. τον πρώτο συγγραφέα προσθέτουμε την συντομογραφία - κ.ά. - υπονοώντας το σύνολο των συγγραφέων που συμμετέχουν και ολοκληρώνουμε την παραπομπή με τα στοιχεία που έχουμε αναφέρει στην περίπτωση των βιβλίων.

Παράδειγμα:
Δημήτρης Τσατσούλης, «Η πρόσληψη του Φιλοκτήτη από το σύγχρονο ελληνικό θέατρο» στο Γιάννης Γκότσης κ.ά., Από το Αττικό δράμα στο σύγχρονο θέατρο – Μελέτες για την πρόσληψη και την διακειμενικότητα, Αιγόκερως, Αθήνα: 2008, σ.σ.211-232.

Στην κατηγορία αυτή θα συμπεριλάβουμε έργα όπου αναφέρονται στους αρχαίους Έλληνες, αλλά και τους Λατίνους, όπου η παραπομπή αφορά το απόσπασμα. Όταν αναφερόμαστε στις ραψωδίες του Ομήρου παραπέμπουμε σε στίχους με κεφαλαία γράμματα για την Ιλιάδα (Α 50), με μικρά για την Οδύσσεια (α 50). Ο Εco προτείνει: «Για να παραπέμψτε σε κλασικά έργα υπάρχουν αρκετά γενικευμένες συμβάσεις του τύπου τίτλος – βιβλίο – κεφάλαιο ή μέρος –παράγραφος ή ωδή-στίχος. Ορισμένα έργα έχουν υποδιαιρεθεί σύμφωνα με κριτήρια που ανάγονται στην αρχαιότητα· όταν οι σύγχρονοι επιμελητές επιβάλλουν άλλες υποδιαιρέσει, συνήθως διατηρούν και την παραδοσιακή σήμανση. Ως εκ τούτου, αν θέλουμε να παραθέσουμε τον ορισμό της αρχής της μη αντίφασης από τα Μετά τα φυσικά του Αριστοτέλη, η παραπομπή είναι : Met. IV, 3, 1005 b,18» .

Στην περίπτωση των θεατρικών κειμένων και ειδικότερα όταν αναφερόμαστε σε έμμετρο κείμενο, όπως το αρχαίο δράμα παραπέμπουμε κατευθείαν στο στίχο. Θεμιτό είναι ν’ αναφέρουμε το απόσπασμα στο πρωτότυπο με αριθμούς στίχων και στη συνέχεια, καλύτερα μέσα σε παρένθεση την μετάφραση των αντίστοιχων στίχων, όπου θα πρέπει να παραπέμψουμε στην αντίστοιχη έκδοση της μετάφρασης.

Παράδειγμα:

«ΧΟ. ᾮ σπέρμ’ ᾈτρέως, ὡς πολλὰ παθόν
δι’ ἐλευθερίας μόλις ἐξῆλθες
τῆ νῦν ὁρμῇ τελεωθέν». 1510

(«Χορός: Αίμα του Ατρέα -
Πολλά έπαθες -
Τώρα ελευθερώθηκες –
Με ορμή εδικαιώθης.» )

Όσον αφορά στα θεατρικά κείμενα γενικότερα, θα επισημάνουμε την πράξη, την σκηνή, ανάλογα το πώς είναι δομημένο το κείμενο σε σκηνές, πράξεις ή και τα δύο . Στην περίπτωση που δεν πρόκειται για ελληνικό έργο θα πρέπει δημιουργήσουμε υποσημείωση για την μετάφραση.

Παράδειγμα:

«Οφηλία: Το ώκιμο το μικρόφυλλο που το λεν και βασιλίτσα
Είναι για να θυμάσαι. Να με θυμάσαι αγάπη μου
Σε παρακαλώ. Κι αυτό
Ο θαλασσογαμπρός, να σκέφτεσαι[…]»

Επίσης αν έχουμε αποσπάσματα κειμένων που είναι γραμμένα στα αρχαία ελληνικά θα πρέπει να γραφούν με το πολυτονικό σύστημα. Είναι γεγονός ότι, παρά την κατάργηση των τόνων το 1982 , έχουμε αρκετές εκδόσεις βιβλίων γραμμένες σε πολυτονικό. Μερικές φορές ενδείκνυται να μεταφέρουμε γραμμένα σε πολυτονικό, ακόμα και κείμενα της καθαρεύουσας όταν πρόκειται για πρωτογενείς πηγές, όπως το ακόλουθο παράδειγμα της μετάφρασης σε καθαρεύουσα της Αντιγόνης του Σοφοκλή από τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή.
Παράδειγμα:

«ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ὦ ἀδελφῆς Ἰσμήνης φίλη κεφαλὴ,
ἠξεύρεις τίνα τῶν Οἰδίποδος κακῶν
ἐπί ζωῆς μας, δὲν μᾶς ἔπεμψεν ὁ Ζεύς;»

Όταν παραθέτουμε στίχους καλό θα είναι να τοποθετούμε τον ή τους στίχους στο κέντρο της σελίδας με εσοχή.

« Κοπέλα της παντρειάς απ’ τη Θήβα
πάει σ’ έναν τάφο βροχερό ακόμη και σήμερα
πάει με δυόσμο στο στήθος
τώρα που κιόλας γράφω
τι αθόρυβα τα βήματά της ακούγονται
πάει μ’ ένα ελεγείο στο λαιμό η Αντιγόνη…» .

Υπάρχει περίπτωση να δούμε δυο στίχους ενταγμένους στο κείμενο όπου το σλας (/) αποτελεί το διαχωριστικό σημείο των στίχων: «τι αθόρυβα τα βήματά της ακούγονται/πάει μ’ ένα ελεγείο στο λαιμό η Αντιγόνη». Όταν πρόκειται για ξενόγλωσσο ποίημα μπορούμε να παραθέσουμε τους στίχους, είτε στο πρωτότυπο είτε σε μετάφραση. Παρά το ότι σε κάποιες περιπτώσεις η μετάφραση δε θεωρείται πηγή αλλά «προσθετική εργασία» , μπορούμε να παραθέσουμε τους ξενόγλωσσους στίχους και στη συνέχεια να αναφέρουμε σε παρένθεση ή σε μορφή υποσημείωσης τους μεταφρασμένους στίχους. Η απόδοση στίχων δεν είναι απλή μετάφραση. Αποτελεί ιδιαίτερα δύσκολη λογοτεχνική εργασία που μπορεί να ακυρώσει την ποιητικότητα του κειμένου. Όσον αφορά πηγές γραμμένες σε μη διαδεδομένες ευρέως γλώσσες θα πρέπει να τις αναφέρουμε, ακόμα και αν είναι πρακτικά αδύνατον να τις μελετήσουμε. Θα τις αναφέρουμε παραθέτοντας την επικρατέστερη μετάφραση από τις ευρέως διαδεδομένες γλώσσες.

Η χρήση της ξένης γλώσσας παρουσιάζει διάφορα μεθοδολογικά προβλήματα γραφής, μεταφοράς και μετάφρασης. Σαφώς όταν παραπέμπουμε σε ένα χωρίο κάποιας ξενόγλωσσης μελέτης, έχουμε να διευθετήσουμε τον χειρισμό του πρωτοτύπου. Θεωρούμε ότι εφόσον υπάρχει πρόσβαση, θα πρέπει να παραθέσουμε στο πρωτότυπο, παραπέμποντας στο μεταφρασμένο στα ελληνικά απόσπασμα στην υποσημείωση με πλήρη βιβλιογραφική αναφορά. Επίσης αν αναφερόμαστε σε αμετάφραστη μελέτη, θα πρέπει να μεταφραστεί το χωρίο από τον ερευνητή, ώστε να γίνει κατανοητό από τους αναγνώστες της μελέτης του.
Όσον αφορά την γραφή ξένων ονομάτων υπάρχουν διάφορες τάσεις, όπως η φωνητική ορθογραφία και η ακριβής γραφή του ονόματος με λατινικούς χαρακτήρες. Βεβαίως υπάρχουν προβλήματα όταν έχουμε ονόματα με χαρακτήρες που δεν εμπίπτουν στο λατινικό αλφάβητο. Στην περίπτωση αυτή τα γράφουμε με τον επικρατέστερο τρόπο με λατινικούς χαρακτήρες.
Υπάρχει μία τάση εξελληνισμού που όμως οδηγεί στην παραποίηση των ονομάτων. Στη μελέτη του U. Eco διαβάζουμε: «…το πράγμα καταντά γελοίο. Φαντάζεστε μια εφημερίδα που γράφεις ‘Ερρίκος Κίσινγκερ’ ή ‘Βασίλης Κλίντον’; Και θα σας άρεσε αν κάποιο ξένο βιβλίο έγραφε π.χ. ‘Τζορτζ Σεφέρης’;» . Ενώ παρακάτω παροτρύνει στον εξελληνισμό των ξένων επωνύμων μόνο σε περίπτωση «δόκιμης παράδοσης» περιλαμβανομένων των λατινικών ονομάτων όπως Βιργίλιος, Οράτιος.
Πολλά προβλήματα μετάφρασης μπορεί να λύσει ο μεταλφαβητισμός , ιδιαίτερα σε κείμενα, όπου μεταφράζοντάς τα σε άλλη γλώσσα, δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν ή που απόδοσή τους στα ελληνικά χάνει την ουσία της λέξης. Όμως μπορούμε έστω και περιφραστικά να προσπαθήσουμε να αποδώσουμε το νόημα, ώστε ο αναγνώστης μας να κατανοήσει την έννοια της λέξης και κατ’ επέκταση την σπουδαιότητα της αναφοράς.

Όταν παραπέμπουμε σε βιβλίο που έχουμε ήδη αναφέρει δημιουργούμε έναν σύντομο τρόπο ώστε ν’ αποφύγουμε τις επαναλήψεις. Με την συντομογραφία - ό.π.- και τον αριθμό σελίδας δηλ. ό.π., σ.41 – εννοούμε ότι έχουμε παραπέμψει στην αμέσως προηγούμενη παραπομπή, στη σελίδα 41. Όταν όμως μεσολαβούν και άλλες ενδιάμεσα, θα πρέπει να επαναλάβουμε κάποια στοιχεία δηλαδή:

Παράδειγμα:
Τάσος Λιγνάδης, Θεατρολογικά, τ.Ι, Μπούρας, Αθήνα: 1990-1992 (1η έκδοση 1978), σ.50.
________
ό.π., σ.53

Ενδείκνυται αν το κείμενο είναι μεγάλο και μεσολαβούν αρκετές σελίδες να επαναλαμβάνουμε περισσότερα στοιχεία της παραπομπής, όπως τον αριθμό υποσημείωσης που παραπέμπουμε και οπωσδήποτε τις σελίδες.

Παράδειγμα:

Τάσος Λιγνάδης, Θεατρολογικά…, ό.π., 16, σ.70.

Όταν θέλουμε στην υποσημείωση να αναφερθούμε ή να σχολιάσουμε κάποιο χωρίο του βιβλίου τότε με πλάγιους χαρακτήρες εντός εισαγωγικών αναφέρουμε το χωρίο και κατόπιν χρησιμοποιώντας την συντομογραφία -βλ.- δίνουμε την βιβλιογραφική αναφορά:

Παράδειγμα:

«Από το 1858 που χρονολογείται η πρώτη δημόσια ελληνική παράσταση μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, αλλά και μέχρι το 1922, είναι η περίοδος της μεγάλης άνθησης του ελληνικού θεάτρου, που ταυτίζεται με την ακμή του κωνσταντινουπολίτικου ελληνισμού στον οικονομικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό και πολιτικό τομέα, απόρροια του ευεργετικού διατάγματος του Χάτι Χουμαγιούν (1856) που παραχωρούσε στις ξένες μειονότητες του οθωμανικού κράτους θρησκευτικά και πολιτικά δικαιώματα» βλ. Χρυσόθεμις Σταματοπούλου Βασιλάκου, Το Θέατρο στην καθ’ ημάς Ανατολή: Κωνσταντινούπολη / Σμύρνη – οκτώ μελετήματα, Πολύτροπον, Αθήνα: 2006, σσ.26-27.

Οι αναφορές που παραπέμπουν σε κάποιο σημείο που προηγείται ή ακολουθεί στο κείμενό μας. Ορίζονται ως εσωτερικές αναφορές εννοώντας ότι δεν αφορούν κάποιο άλλο κείμενο. Αυτού του είδους η αναφορά είναι χρήσιμη, διότι αποφεύγουμε τις επαναλήψεις και διασφαλίζουμε τη συνοχή του κειμένου.

Όταν παραπέμπουμε σε διαδικτυακό τόπο θα πρέπει ν’ αναγράφουμε την υποσημείωση με την μορφή άρθρου όπως: όνομα επώνυμο, τίτλος άρθρου σε εισαγωγικά, ονομασία ιστότοπου που φιλοξενεί τη σελίδα, πλήρης η διεύθυνση της ιστοσελίδας. Κάποιοι παραθέτουν και την ημερομηνία προσπέλασης διότι μπορεί μετά από κάποια νεώτερη ανανέωση της ιστοσελίδας να προκύψουν νέα στοιχεία.

Παράδειγμα:

παραπομπή η [parapombí] O29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραπέμπω. 1. αποστολή, διαβίβαση: ~ εγγράφου / θέματος στους αρμοδίους. ~ της υπόθεσης / του κατηγορουμένου στον ανακριτή / στο ακροατήριο. 2. αναφορά: H επιλογή του ονόματος του Aχιλλέα αποτελεί έμμεση ~ στον ομώνυμο ομηρικό ήρωα. 3. σημείωση στο εσωτερικό ή στο κάτω μέρος ενός γραπτού κειμένου, όπου ο συγγραφέας του αναφέρει την πηγή (π.χ. έναν άλλο συγγραφέα ή κείμενο) από όπου άντλησε ένα χωρίο, ένα στοιχείο, μία πληροφορία: H ακριβής ~ περιέχει το συγγραφέα, το έργο, τη σελίδα, τον τόπο και το χρόνο έκδοσης της πηγής. Bιβλιογραφικές / χρονολογικές παραπομπές. Kείμενο γεμάτο / φορτωμένο με παραπομπές. [λόγ. < αρχ. παραπομπή `συνοδεία, μεταφορά΄ σημδ. γαλλ. renvoi] βλ. Τριανταφυλλίδη on - Line http://www.komvos.edu.gr/ του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ)


2.8. Παράρτημα-Ευρετήρια


Το παράρτημα αφορά τμήμα των εργασιών, όπου παραθέτουμε κομμάτια του ερευνητικού υλικού μας απαραίτητα για την τεκμηρίωση της έρευνάς μας. Ειδικότερα στις εργασίες των Θεατρολογικών σχολών, το παράρτημα είναι πολύ χρήσιμο διότι εκεί ο φοιτητής παραθέτει πλήρη παραστασιογραφία, φωτογραφίες, εικόνες προγραμμάτων αφισών, συνεντεύξεις και οποιοδήποτε άλλο υλικό κρίνει απαραίτητο. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις περιλαμβάνει πίνακες και γραφήματα τα οποία ο ερευνητής χρησιμοποιεί παρεμπιπτόντως για να στοιχειοθετήσει κάποια υπόθεση ή δεδομένο. Οι ποιοτικές αναλύσεις στις οποίες τυχόν προβεί είναι προτιμότερο να εντάσσονται στο βασικό του κειμένου . Το παράρτημα αποτελεί έναν «βοηθητικό χώρο» στην εργασία, όπου μπορεί κανείς να παραθέσει κείμενα ή υλικό που το μέγεθός τους, θα ήταν απαγορευτικά μεγάλο για να το εντάξει κανείς στον βασικό κορμό του κειμένου. Έτσι παραπέμπουμε στο παράρτημα με αρίθμηση η οποία απαραιτήτως θα πρέπει να συνοδεύεται από λεζάντες με επαρκή στοιχεία για τους αναγνώστες. Το παράρτημα πρέπει να είναι χρηστικό για την μελέτη και κάθε τι που περιέχεται σε αυτό πρέπει να αποτελεί χρήσιμο ερευνητικό στοιχείο.
Τα ευρετήρια (index) αποτελούν καταλόγους ονοματικούς ή θεματικούς με αναφορές στις αντίστοιχες σελίδες, στο τέλος της εργασίας, όπου ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει τις σελίδες της μελέτης που αναφέρονται στο όνομα ή στο θέμα που τον ενδιαφέρουν. Τα ευρετήρια είναι γενικώς χρήσιμα σε κάθε εργασία, μελέτη, έκδοση. Αν και δεν χρησιμοποιούνται ευρέως, στις εργασίες με θεατρολογικό ενδιαφέρον, όπου υπάρχουν πλήθος ονομάτων, θιάσων, θεάτρων κ.ά., είναι χρήσιμα και προσδίδουν στο κείμενο ένα πολύτιμο χρηστικό εργαλείο.

Βιβλιογραφία


Η δημιουργία της βιβλιογραφίας αποτελεί χρονοβόρα και επίπονη διαδικασία, πολύ σημαντική για την υλοποίηση οποιασδήποτε εργασίας ή μελέτης. Στην περίπτωση της θεατρολογικής έρευνας σημαντική είναι η της Χρυσόθεμις Σταματοπούλου Βασιλάκου με τίτλο Εισαγωγή στη Θεατρική Βιβλιογραφία και Πληροφόρηση όπου αναγράφεται ένας τεράστιος πλούτος βιβλιογραφικών και αρχειακών πληροφοριών με αντικείμενο την μελέτη του Θεάτρου. Σημαντική μελέτη για τη δημιουργία μιας γενικής βιβλιογραφίας που αφορά την επιστήμη της Θεατρολογίας αποτελεί η έκδοση του Βάλτερ Πούχνερ , Από τη θεωρία του θεάτρου στις θεωρίες του θεατρικού. Εξελίξεις στην επιστήμη του θεάτρου στο τέλος του 20ου αιώνα . Αποτελεί μια προσέγγιση στους πιο σημαντικούς θεωρητικούς τομείς της Θεατρολογίας, παρουσιάζοντας σημαντικές μελέτες και θέσεις. Τέλος θα έπρεπε να επισημανθεί ότι είναι απαραίτητα τα θεατρικά λεξικά στην γενική βιβλιογραφία μιας θεατρολογικής μελέτης .
Η έκταση της βιβλιογραφίας σηματοδοτεί και την εγκυρότητα, αλλά και την σοβαρότητα της μελέτης. Δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε ως «σοβαρές» εργασίες που δεν έχουν βιβλιογραφία. Θα πρέπει να συγκροτήσουμε την βιβλιογραφία μας σε συνάρτηση με τον θεματικό κατάλογο. Η διερεύνηση της βιβλιογραφίας προϋποθέτει την μελέτη των λημμάτων των βιβλιοθηκών, που θεωρούμε ή που διαισθανόμαστε ότι θα βρούμε βιβλιογραφικές αναφορές, που άπτονται του θέματος της εργασίας ή της μελέτης μας.
Η έρευνα που θα κάνουμε στη βάση δεδομένων ή στις καρτελοθήκες των βιβλιοθηκών δεν θα πρέπει να περιορίζεται στενά στο θέμα. Για παράδειγμα, αν κάνουμε μια εργασία με θέμα το έργο Γυάλινος κόσμος του Tennessee Williams θα πρέπει να ανατρέξουμε στο λήμμα Αμερικάνικο Θέατρο, Αμερικάνοι συγγραφείς, Αμερικάνοι θεατρικοί συγγραφείς και στις βιβλιογραφικές αναφορές άρθρα και βιβλία που αφορούν το θέμα γενικότερα. Να δούμε στο λήμμα Tennessee Williams στο λήμμα Γυάλινος κόσμος, τις βιογραφίες που μπορεί να έχει αρχειοθετημένες η βιβλιοθήκη, κριτικές θεάτρου, συνεντεύξεις, λήμματα εγκυκλοπαιδειών, ιστορίες λογοτεχνίας κλπ. Τέλος θα πρέπει να απευθυνθούμε στον ειδικό υπάλληλο Βιβλιοθηκονόμο, ώστε να μας καθοδηγήσει. Είναι πολύ σημαντικό να καταφέρουμε να προσανατολιστούμε στον τρόπο που η εκάστοτε βιβλιοθήκη ταξινομεί και αρχειοθετεί τους τόμους της, ώστε να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε καλύτερα όλο το εύρος των πηγών που μας αφορούν. Η εξέλιξη του διαδικτύου έχει δημιουργήσει πολλούς διαδικτυακούς κόμβους βιβλιοθηκών, όπου ο ερευνητής έχει την δυνατότητα να βρει από τον προσωπικό υπολογιστή του, τα βιβλία που ψάχνει, καθώς και σε ποια βιβλιοθήκη βρίσκονται.
Όταν παραθέσουμε αναλυτικά την βιβλιογραφία, θα πρέπει να έχει συγκεκριμένη δομή, όπως και στις υποσημειώσεις. Η ταξινόμηση, όμως θα παραθέτει τους τίτλους με αλφαβητική σειρά, με βάση το επίθετο του συγγραφέα . Πολλοί ερευνητές την διαχωρίζουν σε ελληνική και ξένη ή ανά θεματική ενότητα βιβλιογραφία. Επίσης στην τελική βιβλιογραφία θα πρέπει τα βιβλία-άρθρα-πηγές που αναφέρονται στις υποσημειώσεις να καταγραφούν. Έτσι οι αναγνώστες της εργασίας θα έχουν την δυνατότητα να βρουν συγκεντρωμένες όλες τις βιβλιογραφικές αναφορές για το συγκεκριμένο θέμα που εκπονήθηκε, αλλά και τίτλους βιβλίων που δεν αναφέρονται στις υποσημειώσεις, αλλά χρησιμοποιήθηκαν στην μελέτη. Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο συντάσσεται η βιβλιογραφία θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ξεκινάμε πολλές φορές μ’ ένα βιβλίο προσέχοντας τις βιβλιογραφικές παραπομπές του, σημειώνουμε ό,τι πιστεύουμε ότι μας αφορά και συνεχίζοντας συγκεντρώνουμε την τελική βιβλιογραφία μας αποδελτιώνοντας όσο περισσότερα βιβλία και άρθρα μπορούμε.
Η αποδελτίωση είναι μια εργασία αρχειοθέτησης των βιβλιογραφικών παραπομπών που μας ενδιαφέρουν. Αφορά καρτέλες όπου οι ερευνητές καταγράφουν τον τίτλο, τον συγγραφέα, τα θέματα που έχουν ενδιαφέρον. με τις σελίδες, καθώς και την βιβλιοθήκη (με ταξινομικό αριθμό) ή το αρχείο (αριθμό αρχειοθέτησης) που βρίσκεται η βιβλιογραφική αναφορά. Για παράδειγμα, αν χρησιμοποιήσουμε στοιχεία παραστασιογραφίας για κάποια παράσταση από το αρχείο του ΚΜΕΕΘ (Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου – Θεατρικό Μουσείο), θα πρέπει να σημειώσουμε την «Θέση Μουσείου» που βρίσκεται το πρόγραμμα στο οποίο αναφερόμαστε. Στο συγκεκριμένο αρχείο ο ταξινομικός αριθμός αρχειοθέτησης αποτελείται από 3 νούμερα αριθμό φακέλου/ αριθμό υποφακέλου / αριθμό ταξινόμησης της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων.
Είναι πολύ χρήσιμο να έχουμε καθαρές και οργανωμένες σημειώσεις. Θα πρέπει κάθε φορά που σημειώνουμε μια πληροφορία έστω και πρόχειρη να σημειώνουμε την ταυτότητα του βιβλίου (πληροφορίες για αυτή παίρνουμε από το εξώφυλλο, την 2η σελίδα και την τελευταία σελίδα πριν το οπισθόφυλλο όπου βρίσκουμε πολλά από τα στοιχεία που αφορούν την τόπο και το έτος της έκδοσης), και οπωσδήποτε την σελίδα.